-
1 Καρικός
III Καρικὴ μοῦσα funeral song, dirge, Pl.Lg. 800e;Κ. αὐλήματα Ar.Ra. 1302
;Κ. μέλος Pl.Com.69.12
(dub. l.).V Καρικόν, τό, Carian quarter in Memphis, PSI4.409.21 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Καρικός
См. также в других словарях:
καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… … Dictionary of Greek